-
1 νου-βυστικός
νου-βυστικός, ή, όν, mit Verstand vollgepfropft, klug, γυναῖκα δ' εἶναι πρᾶγμ' ἔφη νουβυστικὸν καὶ χρηματοποιόν, Ar. Eccl. 441; adv., Vesp. 1294, Schol. νοῦ πεπληρωμένως, συνετῶς; auch Cratin. com. bei D. L. 8, 37.
1 νου-βυστικός
νου-βυστικός, ή, όν, mit Verstand vollgepfropft, klug, γυναῖκα δ' εἶναι πρᾶγμ' ἔφη νουβυστικὸν καὶ χρηματοποιόν, Ar. Eccl. 441; adv., Vesp. 1294, Schol. νοῦ πεπληρωμένως, συνετῶς; auch Cratin. com. bei D. L. 8, 37.